Ρυθμιστικό διάλυμα - definitie. Wat is Ρυθμιστικό διάλυμα
DICLIB.COM
AI-gebaseerde taaltools
Voer een woord of zin in in een taal naar keuze 👆
Taal:     

Vertaling en analyse van woorden door kunstmatige intelligentie

Op deze pagina kunt u een gedetailleerde analyse krijgen van een woord of zin, geproduceerd met behulp van de beste kunstmatige intelligentietechnologie tot nu toe:

  • hoe het woord wordt gebruikt
  • gebruiksfrequentie
  • het wordt vaker gebruikt in mondelinge of schriftelijke toespraken
  • opties voor woordvertaling
  • Gebruiksvoorbeelden (meerdere zinnen met vertaling)
  • etymologie

Wat (wie) is Ρυθμιστικό διάλυμα - definitie


Ρυθμιστικό διάλυμα         
ΔΙΆΛΥΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΕΊ ΤΟ PH ΤΟΥ ΣΤΑΘΕΡΌ ΌΤΑΝ ΠΡΟΣΤΕΘΕΊ ΣΕ ΑΥΤΌ ΜΙΚΡΉ ΠΟΣΌΤΗΤΑ ΟΞΈΟΣ Ή ΒΆΣΕΩΣ
Ρυθμιστικό διάλυμα είναι το διάλυμα στο οποίο αν προστεθεί μικρή αλλά υπολογίσιμη ποσότητα ισχυρής βάσης ή ισχυρού οξέος δεν μεταβάλλει το pH του(To pH παραμένει πρακτικά σταθερό. Αν προσθεθεί μεγάλη ποσότητα οξέος/βάσης θα μεταβληθεί ανάλογα).
Διάλυμα         
Ως Διάλυμα στη Χημεία χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε ομοιογενές μείγμα δύο ή περισσοτέρων ουσιών. Δηλαδή το μείγμα εκείνο στο οποίο μια χημική ουσία είναι πλήρως διαλυμένη μέσα σε μια άλλη. Το χαρακτηριστικό του διαλύματος σε σχέση με το αιώρημα είναι ότι η σύστασή του είναι ακριβώς η ίδια σε οποιοδήποτε σημείο του. Παρότι συχνά η έννοια του διαλύματος συνδέεται με την υγρή κατάσταση της ύλης, εν τούτοις, υπάρχουν και στερεά ή αέρια διαλύματα, π.χ.: ο ορείχαλκος αποτελεί στερεό διάλυμα χαλκού και ψευδαργύρου, ή ο αέρας που αποτελεί αέριο διάλυμα του οξυγόνου,
Υπερκορεσμένο διάλυμα         
Υπερκορεσμένο χαρακτηρίζεται το διάλυμα που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα διαλυμένης ουσίας από εκείνη που απαιτείται για το σχηματισμό κορεσμένου διαλύματος. Τα υπερκορεσμένα διαλύματα είναι ασταθή.